- ποικιλογράφος
- -η, -ο / ποικιλογράφος, -ον, ΝΑνεοελλ.(το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι ποικιλογράφοι(κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους) συγγραφείς ποικίλων και ανόμοιων μεταξύ τους θεμάτων τα οποία ανακοίνωναν σε συμπόσια, δείπνα και, γενικά, σε συγκεντρώσεις φιλομαθώναρχ.αυτός που καταγίνεται με θέματα ποικίλης ύλης.[ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + -γράφος*].
Dictionary of Greek. 2013.