ποικιλογράφος

ποικιλογράφος
-η, -ο / ποικιλογράφος, -ον, ΝΑ
νεοελλ.
(το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι ποικιλογράφοι
(κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους) συγγραφείς ποικίλων και ανόμοιων μεταξύ τους θεμάτων τα οποία ανακοίνωναν σε συμπόσια, δείπνα και, γενικά, σε συγκεντρώσεις φιλομαθών
αρχ.
αυτός που καταγίνεται με θέματα ποικίλης ύλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + -γράφος*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ποικιλογράφος — writing on various subjects masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποικιλογράφος — ο συγγραφέας που γράφει ποικίλα έργα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά …   Dictionary of Greek

  • ποικίλος — η, ο / ποικίλος, η, ον, ΝΜΑ αυτός που εμφανίζει πολλές και διαφορετικές μορφές, που είναι διαφόρων ειδών, ο πολύμορφος 2. αυτός που έχει διαφόρων ειδών χρώματα, ο ποικιλόχρωμος, κατάστικτος (α. «ποικίλοι χρωματισμοί» β. «ἡ μὲν... σμύραινα… …   Dictionary of Greek

  • ποικιλογραφώ — έω, Α [ποικιλογράφος] προβαίνω σε λεπτομερή επεξεργασία, εισέρχομαι σε λεπτομερή εξέταση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”